σκυλῶν

σκυλῶν
σκῠλῶν , σκύλλω
torn
fut part act masc nom sg (attic epic doric)
σκύλος
neut gen pl (attic epic doric)
σκυλάω
pres part act masc voc sg
σκυλάω
pres part act neut nom/voc/acc sg
σκυλάω
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
σκυλάω
pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)
σκυλόω
veil
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
σκυλόω
veil
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
σκυλόω
veil
pres part act masc nom sg
σκυλόω
veil
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σκυλῶν — Σκύλης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλων — σκύ̱λων , σκῦλον arms stripped off a slain enemy neut gen pl σκυλάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σκυλάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • πόιντερ — Κυνηγετικός σκύλος, της ομάδας των ιχνηλατών. Είναι το κατεξοχήν σκυλί φέρμας, στο οποίο κάθε τμήμα φανερώνει μεγάλη δύναμη συνδυασμένη με μεγάλη ευκινησία. Ακούραστος δρομέας, ορμητικό, προικισμένο με εξαιρετική όσφρηση, είναι ένα ελαφρό… …   Dictionary of Greek

  • κέρβερος — Μυθολογικό ον. Είχε μορφή σκύλου με τρία (ή πενήντα) κεφάλια και ουρά φιδιού και φρουρούσε την είσοδο του Άδη. Ήταν γιος του Τυφώνα και της Έχιδνας, όπως επίσης ο δικέφαλος σκύλος του Γηρυόνη, Όρθρος, η Λερναία Ύδρα και άλλα τέρατα. Ο Κ.… …   Dictionary of Greek

  • κυνοδρομία — Αγώνας ταχύτητας μεταξύ γυμνασμένων σκυλιών σε ειδικούς στίβους (κυνοδρόμια), μήκους περίπου 500 μ. Η κ. μπορεί να είναι απλή ή μετ’ εμποδίων. Η συνήθεια διεξαγωγής κ. είναι αρχαιότατη και προέρχεται από το κυνήγι του λαγού, που ήταν πολύ… …   Dictionary of Greek

  • λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… …   Dictionary of Greek

  • πίνσερ — Ομάδα σκύλων ράτσας που χρησιμοποιούνται κυρίως ως φύλακες ή για το κυνήγι μικρών άγριων ζώων. Πατρίδα τους είναι η Γερμανία, αλλά τέτοιοι σκύλοι έχουν εισαχθεί σε πολλές χώρες. Οι ράτσες π. που υπάρχουν σήμερα είναι οι ντόπερμαν π., οι… …   Dictionary of Greek

  • πεκινουά — Ράτσα σκύλων «σαλονιού», που παρεξέκλιναν από την αρχική φυλή και έμειναν νάνοι, με συμμετρικές και ογκώδεις διαστάσεις. Το κεφάλι είναι πλατύ και ογκώδες, η μύτη επίσης πλατιά και πολύ κοντή και τα μάτια μεγάλα, σκούρα και προεξέχοντα. Το… …   Dictionary of Greek

  • σέτερ — Όνομα τριών φυλών κυνηγετικών σκύλων ιχνηλατικού τύπου. Διακρίνονται το αγγλικό σ., το σκοτικό σ., που λέγεται και Γκόρντον, και το ιρλανδικό σ.: το δεύτερο, πιο μεγάλο και πιο μυώδες από τα άλλα δύο, έχει ύψος ως το ακρώμιο 62 66 εκ. και ζυγίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”